- πανυστάτιος
- -ία, -ον, Απανύστατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πανύστατος, κατά τα επίθ. σε -ίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανυστάτιον — πανύστατος last of all masc acc sg πανύστατος last of all neut nom/voc/acc sg πανυστάτιος masc acc sg πανυστάτιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστατίην — πανύστατος last of all fem acc sg (epic ionic) πανυστάτιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστατίῳ — πανύστατος last of all masc/neut dat sg πανυστάτιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)